ὀργάδος

ὀργάδος
ὀργάς
any well-watered
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οργάς — ὀργάς, άδος, ἡ (ΑΜ) μσν. (για γυναίκα) αυτή που βρίσκεται σε ηλικία γάμου αρχ. (ενν. γη) 1. γη που καλλιεργείται και ποτίζεται τακτικά, εύφορος αγρός 2. καρποφόρο κομμάτι γης αφιερωμένο σε κάποια θεότητα («ἄλλα τε ἐδῄωσε τῆς χώρας καὶ τῆς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”